- ὑστερόπρωτος
- ὑστερό-πρωτος, ον, = Lat.A praeposterus, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστερόπρωτος — ον, Α 1. πρωθύστερος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υστερόπρωτο. επίρρ... ὑστεροπρώτως Α κατά πρωθύστερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πρῶτος] … Dictionary of Greek
ὑστεροπρώτως — ὑστερόπρωτος praeposterus adverbial ὑστερόπρωτος praeposterus masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερόπρωτα — ὑστερόπρωτος praeposterus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεροπρώτως — Α βλ. ὑστερόπρωτος … Dictionary of Greek
υστερόπρωτο — το / ὑστερόπρωτον, ΝΜΑ (ρητ.) σχήμα λόγου, το πρωθύστερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. ὑστερόπρωτος] … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek